- θανατισμός
- ο [θάνατος]θανατοκρατία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θανατοκρατία ή θανατισμός — (thanatismus). Θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος έχει ως συνέπεια, όχι μόνο την κατάπαυση των φυσιολογικών λειτουργιών του σώματος αλλά και την εξαφάνιση κάθε ψυχικής ιδιότητας του ατόμου. Διατυπώθηκε από τον Γερμανό φυσιολόγο Ερνστ Χέκελ… … Dictionary of Greek